-
1 προσαναιρεω
1) брать ещеπόλεμον οὐδὲν ἐλάσσω προσανείλοντο Thuc. — (афиняне) ввязались в войну не менее тяжелую
3) устранять, уничтожать(τἀληθές Arst.)
См. также в других словарях:
προσαναιρώ — έω, Α 1. ανεγείρω, σηκώνω κάτι επί πλέον 2. καταστρέφω, αφανίζω επιπροσθέτως 3. (για μαντείο) χρησμοδοτώ επί πλέον, δίνω και άλλη, επιπρόσθετη απάντηση 4. μέσ. προσαναροῡμαι, έομαι αναλαμβάνω, επιχειρώ να κάνω κάτι επί πλέον («τὸν πόλεμον οὐδὲν… … Dictionary of Greek